απροσδοκητος

απροσδοκητος
    ἀπροσδόκητος
    ἀ-προσδόκητος
    2
    1) неожиданный, непредвиденный Aesch., Thuc., Arph., Plat., Plut.
    

ἐξ ἀπροσδοκήτου Her., Plat. — неожиданно, врасплох;

    ἀπροσδόκητον οὐδὲν εἴρηκας Soph. — в твоих словах нет ничего неожиданного

    2) не ожидавший, не предвидевший, застигнутый врасплох
    

(ἐπιθέσθαι τινὴ ἀπροσδοκήτῳ Thuc.; τὸν Πειραιᾶ καταλαβεῖν ἀπροσδόκητον Plut.)

    ἀπροσδόκητοι ὡς ἤδη μαχούμενοι Thuc. — не ожидав, что им придется уже вступить в бой


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απροσδοκητος" в других словарях:

  • ἀπροσδόκητος — unexpected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροσδόκητος — η, ο (AM ἀπροσδόκητος, ον) [προσδοκώ] αυτός που δεν τον περιμένει κανείς, αναπάντεχος αρχ. αυτός που δεν περιμένει ότι θα συμβεί κάτι …   Dictionary of Greek

  • απροσδόκητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν τον περιμένουμε, ανέλπιστος, αναπάντεχος: Ξαφνιαστήκαμε όλοι μας, γιατί ο ερχομός σου ήταν απροσδόκητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπροσδοκήτως — ἀπροσδόκητος unexpected adverbial ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδόκητον — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc sg ἀπροσδόκητος unexpected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτοις — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτου — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτους — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτων — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτῳ — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδόκητα — ἀπροσδόκητος unexpected neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»